Περιφρονεί την ύλη ο χριστιανισμός;

Τακτικά ακούγεται η κατηγορία, ότι ο χριστιανισμός, σ’ όλη τη γήινη διαδρομή του, έδειξε έντονη επιφύλαξη, για να μην πούμε περιφρόνηση, στην υλική διάσταση του κόσμου.

Είναι εδώ ενδιαφέρον να σημειωθεί, ότι η κατηγορία αυτή πρέπει μάλλον να έχει άλλον αποδέκτη, και συγκεκριμένα από τη μια μεριά την πλατωνική φιλοσοφία και από την άλλη, μια ομάδα αιρέσεων της Εκκλησίας, που ακριβώς επειδή πρέσβευσαν όσα περιέχει η κατηγορία που διατυπώθηκε, η Εκκλησία χαρακτήρισε τους οπαδούς τους αιρετικούς, και ως τέτοιους τους απομάκρυνε από τους κόλπους της.

Για να είμαστε όμως δίκαιοι θα πρέπει να ομολογήσουμε, ότι από καιρό σε καιρό και μέσα ακόμη σε εκκλησιαστικά περιβάλλοντα από διάφορα άτομα ακούστηκαν φωνές για την ύλη, που λίγο-πολύ δικαιολογούν ή, εν πάση περιπτώσει, παρέχουν αφορμές για τη διατύπωση μιας τέτοιας κατηγορίας. Οι μεμονωμένες όμως αυτές φωνές ούτε επεκράτησαν ούτε, πολύ λιγότερο, κατακυρώθηκαν από τη θεολογική σκέψη ή από μια οποιαδήποτε επίσημη εκκλησιαστική απόφαση.

Ο χριστιανισμός, παρ’ όλες τις παρεξηγήσεις, διατηρεί και στην πράξη, αλλά ιδιαίτερα στη διδασκαλία του μια απόλυτα θετική στάση απέναντι στο υλικό στοιχείο του κόσμου. Και η στάση αυτή δεν αποτελεί ένα ιστορικό σύμπτωμα, άλλα προέρχεται από την ίδια τη θεωρητική του δομή.

α. Πρώτα απ’ όλα ο χριστιανισμός διδάσκει ότι ο Θεός με δική του προσωπική παρέμβαση, και όχι με μεσάζοντα, δημιούργησε τον υλικό κόσμο και τον άνθρωπο.

β. Ο άνθρωπος, επίσης, είναι άνθρωπος μόνο στη διφυή του σύσταση από ψυχή και από σώμα. Πάνω σε αυτή τη θεολογική αρχή στηρίζεται και η διδασκαλία του χριστιανισμού ότι στα έσχατα ο άνθρωπος θα ζήσει τον διαιώνιο προορισμό του τόσο με την ψυχή όσο και με το σώμα.

γ. Στην ενανθρώπιση ο Λόγος του Θεού δεν πήρε ένα ουράνιο σώμα, ούτε ένα, ας πούμε, αστρικό ή διαμαντένιο, αλλά φόρεσε την κοινή ανθρώπινη σάρκα. Η ανθρώπινη φύση του Χριστού ήταν πέρα για πέρα ανθρώπινη (τέλειος άνθρωπος), η δε σάρκα του λειτουργούσε με όλα τα γνωστά ανθρώπινα αδιάβλητα πάθη (πείνα, δίψα, ιδρώτας, πόνος, κούραση κ.λπ.).

δ. Αυτή δε την ανθρώπινη σάρκα ο Λόγος του Θεού όχι μόνο την καταδέχτηκε, αλλά και την τίμησε, τόσο στη μεταμόρφωση, όταν ακόμη και το υλικό της περίβλημα (τα ιμάτια) έλαμψε από το φώς της μεταμορφώσεως, όσο και στην Ανάσταση και στην Ανάληψη. Και το πιο σημαντικό είναι ότι ο Χριστός μετά την Ανάληψη δεν απέθεσε το σαρκικό του σκήνωμα, αλλά το έφερε, το φέρει και θα το φέρει μαζί του στους ατελεύτητους αιώνες. Και δεν μπορούσε αυτό να γίνει διαφορετικά γιατί ο Χριστός, ως αιώνιος Θεός αλλά και συγχρόνως άνθρωπος, θα έπαυε να διατηρεί τη δεύτερη φύση του αν εγκατέλειπε το σάρκινο περίβλημά της.

ε. Αλλά και κάτι άλλο ακόμη δείχνει τη μεγάλη τιμή και άξια που αποδίδει ο χριστιανισμός στα στοιχεία της ύλης. Αυτό που θα πούμε πιο κάτω δεν έχει σημασία, αν υπάρχουν άνθρωποι που το αρνούνται, σημασία έχει ότι αυτό το διδάσκει ο χριστιανισμός. Διδάσκει, λοιπόν, ο χριστιανισμός ότι το νερό και το λάδι είναι τα υλικά εκείνα στοιχεία που συνεργούν ουσιαστικά στα μυστήρια τού βαπτίσματος, του χρίσματος και του ευχελαίου. Ακόμη, το ψωμί και το κρασί, στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας, μεταβάλλονται σε σώμα του θεανθρώπου. Αυτή τη θέωση της ύλης μόνο ο χριστιανισμός την πραγματοποιεί. Κανένα άλλο σύστημα δεν τόλμησε ποτέ ούτε καν να διακηρύξει ότι η ύλη θεώνεται.

Τον αποδεικτικό αυτό λόγο για τη σημασία και την αξία που αποδίδει ο χριστιανισμός στον υλικό κόσμο θα μπορούσε κανείς να τον συνεχίσει για πολύ. Θα μπορούσε κανείς να αναφερθεί στις ευλογίες που προβλέπει η Εκκλησία για τους καρπούς της γης, για τα προϊόντα των ανθρώπινων χεριών, για τις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους (γάμος κ.λπ.), για τα θαύματα κ.λπ. Αλλά νομίζω ότι αυτά που είπαμε παραπάνω είναι αρκετά.

Το συμπέρασμα είναι φανερό. Η κατηγορία όμως που διατυπώθηκε κατά του χριστιανισμού μαρτυρεί πόσο ο σημερινός άνθρωπος έχει παρεξηγήσει τη διδασκαλία του.

Πριν όμως κλείσει η παράγραφος αυτή πρέπει να γίνει μια αναγκαία διευκρίνιση. Όσο κι αν ο χριστιανισμός τιμά την ύλη, δεν της αποδίδει απόλυτη αξία. Την αξία της την τοποθετεί μέσα σε μια ιεραρχία αξιών, όπου σ’ αυτή δεν κατέχει την πρώτη θέση. Η θέση αυτή έχει φυλαχτεί για τις αξίες του πνεύματος, για τις αξίες δηλαδή εκείνες, που, όταν συνεργάζονται με την ύλη, την ανεβάζουν σε τέτοιο επίπεδο που κανείς δεν διανοήθηκε να της δώσει.

 ( Ηλίας Βουλγαράκης, Ποιος αγαπάει αληθινά, Εκδ. Μαΐστρος)