Ο Λευτέρης αναστήθηκε και δεν ξαναπεθαίνει!

Ένα σύγχρονο περιστατικό που θα αναφέρω αντιπροσωπεύει πλήθος παρόμοιων που βεβαιώνουν ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι των οποίων η ζωή ριζικά άλλαξε χάρη στη δύναμη της Αναστάσεως. Ένας μεροκαματιάρης οικογενειάρχης, ο Λευτέρης, καθημερινά πίνει και μεθά με τη παρέα του. Στο καπηλειό καταθέτει όλα τα έσοδα της δουλειάς του. Η όλη κατάντια του επιδρά άσχημα στην οικογένειά του. Θλιβερή η κατάσταση. Μια μέρα, κατά τα ξημερώματα, μεθυσμένος και τρικλίζοντας φεύγει από την ταβέρνα. Εκεί που σερνόταν απρόσεκτα, πέφτει πάνω σ’ ένα αυτοκίνητο, τραυματίζεται βαριά και μεταφέρεται στο νοσοκομείο. Χάρη στη βοήθεια των γιατρών ξεπερνά τον κίνδυνο. Η αποκατάσταση της υγείας του όμως απαιτεί μία πολύμηνη νοσηλεία.

Σ’ αυτό το διάστημα μια αδελφή νοσοκόμα, με τη λευκή στολή και τη λευκότερη ψυχή, καθώς με φροντίδα και αγάπη τον περιποιείται, του μιλά για το Χριστό και το Ευαγγέλιο του, για την πίστη και τη μετάνοια. Κι έρχεται η ώρα που η σκληρή καρδιά του Λευτέρη μαλακώνει κάτω από το πετραχήλι του πνευματικού κι η ψυχή του χαίρεται κυριολεκτικά τη νεκρανάστασή της. Διπλά υγιής πλέον επιστρέφει στο σπίτι του. Οι γνωστοί δεν τον αναγνωρίζουν κι ομολογούν ότι ο Λευτέρης έγινε άλλος άνθρωπος. Η ταραγμένη οικογενειακή του ζωή επανέρχεται πλέον στο φυσιολογικό της ρυθμό. Η γυναίκα του και τα παιδιά του βρίσκουν τήν αρμονία, τη γαλήνη τους, διότι βρίσκουν τον πιστό σύζυγο και στοργικό πατέρα τους.

Μετά από χρόνια, ο Λευτέρης θυμάται τους παλιούς του φίλους. Πηγαίνει στα παλιά του λημέρια, στην ταβέρνα, για να τους συναντήσει. Δεν δυσκολεύτηκε να τους βρει. Συνέχιζαν την παλιά τους ζωή. Τους πλησιάζει και τους χαιρέτα ευγενικά. Αδιάφορα εκείνοι του ανταποδίδουν το χαιρετισμό και συνεχίζουν το γλέντι τους. Δεν τον αναγνώρισαν. Τότε εκείνος τους ρωτά:

– Εδώ στη συντροφιά σας είχατε κάποιο Λευτέρη. Πού είναι τώρα;

– Πάει ο Λευτέρης, λέει ο ένας.

– Τον έπνιξε το ρακί, άπαντα ο άλλος.

– Τον πάτησε το αυτοκίνητο, σκοτώθηκε, προσθέτει ένας τρίτος.

– Όχι, τους λέει, φίλοι μου, ο Λευτέρης δεν πέθανε. Ζει κι είναι αναστημένος μπροστά σας. Εγώ είμαι που σας μιλώ! Απορημένοι εκείνοι τον κοιτούν. Βρίσκουν απίθανα τα λόγια του, ώσπου επιτέλους τον αναγνωρίζουν. Του φέρονται εγκάρδια και προσφέρονται να τον κεράσουν ένα πιοτό.

– Όχι, φίλοι μου, δεν πίνω πια, άλλαξα. Ο Λευτέρης αναστήθηκε και δεν ξαναπεθαίνει.

Τότε βρίσκει ευκαιρία να τους μιλήσει για το Θεό, τον ευεργέτη του, που ομόρφηνε τη ζωή του. Μερικοί τον ειρωνεύονται. Κάποιοι όμως απορούν και προβληματίζονται με τη κατάθεση της προσωπικής του εμπειρίας. Θέλουν να τον μιμηθούν.

Να, ή ανάσταση κι η ζωή που χαρίζει σ’ αυτό τον κόσμο ο νεκρεγέρτης Κύριος! Οι αναστημένες υπάρξεις γίνονται οι μεγαλύτεροι κράχτες της Αναστάσεως κι ή φωτεινή τους πορεία μέσα στη κοινωνία εκπέμπει φως αναστάσιμο, φως λυτρωτικό και σωτήριο.

(Στεργίου Ν. Σάκκου, Ομοτιμ. Καθηγητή Παν/μίου, «Αληθώς ανέστη ο Κύριος»)