Ύστερ’ απ’ όλους αυτούς, οδηγήθηκαν μπροστά στον Κύριο εκείνοι πού άπό τη μια μετανόησαν για τις αμαρτίες τους, άπό την άλλη όμως δεν έκαναν συνεπή πνευματική ζωή, με προσευχές και με νηστείες και μ’ ό,τι άλλο ορίζει η Εκκλησία μας. Ξεμάκρυναν βέβαια άπό τα πονηρά έργα, δεν εργάστηκαν όμως με ζήλο και ακρίβεια τ’ αγαθά.
– Και που γλυτώσατε την κόλαση, πολύ σάς είναι, τους είπε ο Νυμφίος, και τους έδωσε μονάχα από μια βέργα – το σημάδι ότι δεν θα κολάζονταν – για να μή ρίχτουν στο πύρ, άλλά να ταχθουν σε τόπο άφεγγο, ούτε φωτεινό ούτε ζοφερό.
Πίσω τους ήρθαν άλλοι, που είχαν κάνει πολλές αγαθοεργίες κι αμέτρητες ελεημοσύνες, επειδή όμως έπεφταν είτε σε κατάκριση και καταλαλιά των συνανθρώπων τους είτε σε σαρκικά αμαρτήματα, τάχθηκαν κι αυτοί στο κατώτατο σκότος, με την ομίχλη και την υγρασία, όπου μόλις φτάνουν κάποιες αμυδρές ανταύγειες φωτός.
Μετά απ’ αυτούς μπήκαν οι ειδωλολάτρες, πλήθος πολύ, που δεν γνώρισαν το νόμο του Χρίστου, άλλ’ οδηγήθηκαν άπό τη συνείδηση τους και τον τήρησαν άνεπίγνωστα. Ήταν εκείνοι, που είχαν να δείξουν «το έργον τον νόμου γραπτόν εν ταις καρδίαις αυτών, συμμαρτυρούσης αυτών της συνειδήσεως»»3. Πολλοί απ’ αυτούς έλαμπαν σαν τον ήλιο από την αγνότητα και την καθαρότητα τους. Αυτοί αξιώθηκαν να κληρονομήσουν την ουράνια βασιλεία και την απόλαυση του Θεού. Στεφανώθηκαν και με στεφάνια υπέροχα, πλεγμένα με ρόδα και κρίνα. Ένα μονάχα έφερναν βαριά, το ότι, σαν άβάπτιστοι, ήταν τυφλοί, και δεν μπορούσαν να δουν τη δόξα και το φως του Θεου γιατί είναι φως και μάτι της ψυχής το άγιο βάπτισμα, κι όποιος το στερηθεί, όσα καλά κι αν κάνει, κληρονομεί βέβαια τον παράδεισο και κάτι δοκιμάζει από την ευωδία και τη γλυκύτητα του, αλλά δεν βλέπει τίποτα. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »