Μια φορά κ’ έναν καιρόν ο αρκοντότερος του χωρκού επάντρευκεν την κόρην του με τον γυιόν ενός μεγάλου πραματευτή. Εκαλέσαν εις τον γάμον ούλον το χωρκόν κι ούλον το αρκοντολόϊν. Άμα κ΄ήρατσιν ΄που την εκκλησιάν που εστεφανώσαν τ΄αντρόϋνον εκάτσασιν ούλοι στα τραπέζια κ΄εκουβαλούσαν οι μαείροι κ΄οι σεττοκόποι* τα φαγιά και τα κρασιά, κ΄οι ξιφάντωσες* και τα τραούδκια εβκαίναν μεσούρανα. Μεσ΄κείνην την ανακατωσιάν, μέσ΄κειν΄τα τραούδκια ήρτεν κ΄εστάθηκεν εις την πόρταν ένας ασπρομάλλης με κάτι ρούχα παστρικά χιόνι αμμά πολλά φτωχικά και κομματιασμένα. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »