Γέρον Εφραίμ ο Κατουνακώτης
Διήγηση Γέροντος:
«Βοηθοῦσα στὶς ἑτοιμασίες τῆς πανηγύρεως ἑνὸς Κελλιοῦ.
Ὁ Γέροντας τοῦ Κελλιοῦποὺ ἦταν πολὺ ἐπιτήδειος καὶ γρήγορος, μοῦ ἔλεγε: “Κάνε γρήγορα, φέρε ἐκεῖνο, πήγαινε ἐκεῖ…”.
Ἐγὼ δὲν μποροῦσα νὰ ἀντέξω τόση βία, ἀλλὰ τὰ ἔκανα ὅλα μὲὑπακοή. Ἐκείνη τὴν στιγμή, ποὺ ἔκανα ὅλον αὐτὸ τὸν ἀγώνα νὰ ἑτοιμάσουμε τράπεζα γιὰ σαράντα πατέρες –καὶ τὰ ἔκανα μὲ μεγάλη προθυμία–, μπῆκε ἡ εὐχὴ μέσα μου καὶἄρχισε νὰ λέη ἡ καρδιά μου μόνη της τὴν εὐχὴ χωρὶς προσπάθεια.
Ὤ, τί ἀγαλλίαση! Δὲν μπορῶ νὰ τὴν περιγράψω.
Ἄρχισε ἡ καρδιά μου νὰ λέη τὴν εὐχὴ καὶ ἔβγαινε ἀπὸτὸ στόμα μου οὐράνια εὐωδία. Καὶ ὅλα αὐτά, ἐπειδὴ ἔκανα ὑπακοὴ σ’ ἕναν ξένο· δὲνἦταν Γέροντάς μου. Ἦρθε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ ἐπεσκίασε.
Αὐτὴν τὴν χάρι τὴν εἶχα γιὰ ἕνα τέταρτο περίπου, ἐνῶ ταυτόχρονα δούλευα, καὶ ὁ Γέροντας τοῦ Κελλιοῦδὲν κατάλαβε τίποτε. Τότε ἔρχεται ἕνας ἄλλος ἀδελφὸς καὶ μοῦ λέει μὲ λίγο ἀπότομο τρόπο: